Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Εδώ στο καταφύγιο...



Κάβοι, καδένες, άγκυρες,
δεμένη πετονιά,
αγκιστρωμένα όνειρα,
δολώματα φευγιά.
Εδώ γοργόνες δεν μιλούν
σε άγριους Ποσειδώνες,
εδώ λεπίδες τριγυρνούν
να τρέμουν οι λαγόνες.
Άνθρωποι δένουν βότσαλα
με κόμπους τους καημούς,
με τα μυαλά να ορίζονται
σε χίλιους συνειρμούς,
Εδώ το δάκρυ σφίγγεται,
να μοιάσει με το γέλιο,
το δόλωμα με την ζωή,
σαν άγνωστο Βαγγέλιο.
Θολά νερά, θολοί καρποί,
αγκίστρι δολωμένο,
σαν όραμα θαλασσινού,
για ντόκο μαγεμένο.
Δέστρες γερές, τον άνεμο
δεν τρέμουν τα καράβια,
τρέμουν δειλά τα οράματα,
της νιότης στα σκοτάδια.
Εδώ μια πύλη αμφίδρομη,
μοιάζει με μονοπάτι,
πότε να κλαίει στον Βοριά,
πότε  γελά στον Μπάτη.  

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Αναζήτηση...


Στου "πατριώτη" το μυαλό,

ηχούν τα γιαταγάνια,

να σφάζουνε αλλόθρησκους,

και να θρηνούν τσογλάνια.

Να τρέχουνε τα αίματα,

απίστων κερατάδων,

από το χέρι δίκαιων

και φλογερών ραγιάδων.



Αυτά του ‘μάθαν οι σοφοί,

αυτά μονάχα βλέπει,

να ανεμίζει θούριους

το μάτι του να τέρπει.



Που τάχα είναι η διαφορά,

από τους μονομάχους,

από το πλήθος που ιαχεί,

σε αρένες άγριου πάθους;



Που είναι εκείνη η Ανθρωπιά,

που αναζητεί Ειρήνη,

που καρτερεί μια Λευτεριά,

παγκόσμια να γίνει;



Που είναι η γνώση η βαθιά,

η έρευνα, το πάθος,

εκείνη η αναζήτηση

για να βρεθεί το λάθος;



Πάντως σαφώς δεν βρίσκεται,

σε λάβαρα και μύθους

σε λόγια κούφια ανέμελα, 
σε λόγια του κολίγα

εκτός και εμβαθύνουμε,

στο Θούριο του Ρήγα.


Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Κανονικότητα...


Αναποδογύρισα τα αισθήματα,
να δω πως είναι να γελάς
όταν πονούνε άλλοι.
Φρίκη!!
Τα επέστρεψα
στην αρχική τους θέση,
στην κανονικότητα τους.
Πόνος και γέλιο αντάμα
σε εναλλαγή,
σκοτάδι – φως,
άσπρο – μαύρο,
ζέστη – κρύο,
αγάπη – μίσος,
αποδοχή – απόρριψη.
Κανονικότητα της ισορροπίας,
της γαλήνιας οσμής,
του απροσδόκητου
στο θαύμα της ζωής.

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Δημοσία εξομολόγηση...


Κράτησα την Ποίηση,
ανομολόγητο μυστικό,
καλά προφυλαγμένη σε συρτάρια,
ώσπου ο μάγος χρόνος την ωρίμασε,
κιτρίνισε τα φύλλα της,
γκριζάρισε το μαύρο της μελανόσωμα,
για να της δώσει ορμή.
Δημοσίως,
ν’ αποδομεί τα κείμενα που κείτονται κακώς,
να ερωτοτροπεί δικαίως,
να διαμαρτύρεται επί δικαίων όπως δείχνουν
και αδίκων,
να ζει για να υπάρχει,
ως ύμνος, ιαχή, ευχή,
νανούρισμα, δάκρυ παρηγοριάς,
λόγος βάλσαμο και λόγος λόγχη,
να διώξει εχθρούς και φίλους μασκαράδες.
Συνείδηση του ασυνείδητου,
σκοπευτής ελεύθερος
πνεύμα ατιθάσευτο,
ορίζει δρόμους δημόσιους,
ορίζει και στενά ανήλιαγα,
σκοτεινά, υγρά ως λασπωμένα.
Ορίζει ήλιους, ουρανούς,
ελπίδες ταξιδιού,
χωρίς σαφή προορισμό,
αλάργα και ανέγγιχτα,
από τον πονηρό προσπορισμό.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Σκέψου..


Σκέψου να γίνονταν,
απόκριες,
και οι μασκαρεμένοι
να έκαιγαν τις μάσκες τους,
προσάναμμα,
στου Καρνάβαλου,
την καθαγιασμένη φλόγα.

Σκέψου, απόκριες,
να μην υπάρχουν μάσκες,
όπως τις άλλες μέρες,
αυτές που κανείς
δεν κρύβεται στο προσωπείο του.

Σκέψου, απόκριες,
με το σεντούκι ανοιχτό,στον έρωτα,
να ξεφαντώνει η σερπαντίνα,
απαλλαγμένη από του χαρτοπόλεμου
την βάναυση αιώνια απειλή.

Σκέψου, να ήταν η ζωή σου,
αμασκάρευτη,
διάφανη σκέψη, φανερή,
σαν απόκριες με καιόμενες μάσκες,
με ανύπαρκτο μακιγιάζ,
φωνή χωρίς οδύνη,
φιλί χωρίς υποψία,
χάδι ανυστερόβουλο.

Σκέψου..


Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

578,05...

Κράτησε στο χέρι του το χαρτί της μισθοδοσίας με κάποια σχετική ανακούφιση. Είχε από μέρες τώρα αρχίσει να νιώθει πάλι εκείνο το σφίξιμο στο στήθος, καθώς τα περιθώρια στένευαν. Καθώς είχε και πάλι αρχίσει να ερωτοτροπεί με το πορτοκαλί λαμπάκι του δείκτη της βενζίνης και οι λογαριασμοί είχαν πάλι γίνει μαξιλαράκι.
Είχε μόλις περάσει το σαββατοκύριακο της αμφιβολίας και της ανασφάλειας, κλεισμένος στο σπίτι, μετρώντας και ξανά μετρώντας τις ώρες. Ευτυχώς δεν χτύπησε το τηλέφωνο. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να πάει πουθενά μακριά, ευτυχώς πετάχτηκε μόνο μέχρι το κοντινό s/m για τα απολύτως απαραίτητα και τα λιγοστά για ένα γλυκάκι. Έτσι να έχει κάτι στο σπίτι. Θα έρθουν τα παιδιά. Να μην τα γλυκάνει κάπως; Τι φταίνε κι αυτά για την κατάντια αυτή; Τους έλαχε να ζήσουν μαύρες μέρες και δύσκολες. Όχι τόσο μαύρες και δύσκολες σαν άλλα, που δεν έχουν που την κεφαλήν κλίναι, ούτε καν ένα μισοκάρβελο να την γαζώσουν και σήμερα. Αλλά να, άλλαξαν οι συνήθειές τους, πετσοκόπηκαν τα όνειρά τους και τούτο είναι βάρβαρο στην ηλικία τους....

Κοίταξε το χαρτί, ευχαρίστησε τον άνθρωπο που το έδωσε και με δύο κινήσεις, βάλθηκε να τσεκάρει τον λογαριασμό στην τράπεζα μέσω υπολογιστή. Να τα δει να σιγουρευτεί. Όχι πως δεν θα βρίσκονταν εκεί. Δεν έγινε ποτέ αυτό. Αλλά τους τελευταίους μήνες έχει πια μετατραπεί σε κανονικό κατάδικο. Τα παλιά του χρέη τον ακολουθούν και τον κατατρέχουν. Ζωντανά φαντάσματα. Μόλις μπει το ποσό της μισθοδοσίας του, μέσα σε δευτερόλεπτα, δεσμεύονται. Δηλαδή, δεν μπορεί να τα πάρει. Δηλαδή θα πρέπει να ακολουθήσει την γνώριμη πια διαδικασία. Το επόμενο πρωί, με το ξημέρωμα θα πρέπει να βρεθεί στο υποκατάστημα της τράπεζας που τηρείται ο λογαριασμός, να βρει την αρμόδια υπάλληλο, να της εξηγήσει από την αρχή πως ο λογαριασμός αυτός έχει καταστεί πλέον ακατάσχετος μισθοδοσίας και πως θα πρέπει να ακολουθήσει κι εκείνη τα χρειώδη βήματα ώστε να αποδεσμευτούν αυτά τα χρήματα.
Κάθε μήνα η ίδια ρουτίνα. Τα ίδια λόγια. Τα ίδια κρυόκωλα αστεία της υπαλλήλου, το ίδιο συγκαταβατικό χαμόγελο της υπομονής, και η ίδια αίσθηση προσωπικής ξεφτίλας, να κάθεται αναμμένο κάρβουνο στο στομάχι του. Κάπως έτσι θα πρέπει να ένιωθαν και εκείνοι οι άνθρωποι παλιότερα, που όφειλαν να παρουσιαστούν στο Α.Τ της περιοχής τους άπαξ μηνιαίως. Οι κατάδικοι. Οι κυνηγημένοι, οι στιγματισμένοι, οι τέλος πάντων όσοι είχαν ανοίξει λογαριασμούς με την εξουσία ή εκείνη είχε αποφασίσει αυθαίρετα να ανοίξει μαζί τους.

Ω, του θαύματος. Παρέμεναν στην θέση τους. Κανείς δεν τα είχε πειράξει. Δεν τα είχαν δεσμεύσει. Ανέγγιχτα, παρκαρισμένα μαζί με τα 28,85 που είχαν παραμείνει, γλιτώσει καλύτερα από την αυτοεξορία του σαββατοκύριακου και των ημερών που είχαν προηγηθεί. Αυτές που έμοιαζαν σαν δίδυμες αδερφές, με το Σάββατο και την Κυριακή, μόνο που είχαν το σημάδι της διαφορετικότητας. Την δουλειά, που όσο να το κάνει κανείς ήταν μια κάποια έξοδος από τους τέσσερις τοίχους.

Αναθάρρησε. Λες, σκέφτηκε; Λες να έπιασε τόπο εκείνο το email στην νέα πλατφόρμα επικοινωνίας του κράτους με τους πολίτες; Λες να κατάλαβαν ότι ταλαιπωρούν ανθρώπους. Τους οδηγούν στην απόγνωση μέσα στην απόγνωση τους; Αλλά πάλι τόσο γρήγορα; Μπα, τέτοιες ταχύτητες σε ένα βαθύ γραφειοκρατικό κράτος δεν ισχύουν. Δεν γίνονται αυτά.

Το άφησε, για να κάνει καμιά δουλειά. Να ασχοληθεί με τα δέοντα και πρεπούμενα της μέρας απερίσπαστος. Ότι και να έχει γίνει, εκεί είναι και στο κάτω της γραφής, ο βρεγμένος την βροχή δεν την φοβάται. Το πολύ πολύ, αύριο τα γνωστά. Νωρίς και αξημέρωτα στην κυρία τάδε, τα ίδια και τα ίδια. Γνωστά τα μονοπάτια.

Το μυαλό του άρχισε να φεύγει. Να λογαριάζει. Που θα πάει τι. Λογαριασμούς, υποχρεώσεις, παιδιά, άλλα έξοδα. Αυτά θα πληρώσω για ρεύμα, εκείνα τηλέφωνο, τόσα νερό, τόσα στα παιδιά, μένουν τόσα, αλλά δεν φτάνουν για βενζίνη. Ούτε για αυτό και το άλλο. Και η λίστα μεγάλωνε. Αυτά που δεν έφταναν, περισσότερα από εκείνα που μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Θα κόψω αυτό και το άλλο. Θα καθυστερήσω εκείνο. Θα αφήσω απλήρωτο το άλλο, για τον άλλο μήνα.

Η τετραγωνική ρίζα του 578,05, αυτό είναι. Ότι παίρνεις μεγάλε, είναι ένα τετράγωνο με πλευρές ίσες με την τετραγωνική ρίζα του αρχικού ποσού. Εκεί κινείσαι, τόσο σου επιτρέπεται να ζεις για τον επόμενο τουλάχιστον μήνα. Τόσο να ονειρεύεσαι, τόσο να τρως, τόσο να πληρώνεις, τόσο να αναπνέεις. Γιατί αν δεις το τετράγωνο αλλιώς, γίνεται κύβος. Ένα δωμάτιο με ίσες όλες τις πλευρές του. Δίχως πόρτες, δίχως παράθυρα. Μια μόνο μικρή χαραμάδα που θα σε πάει στον επόμενο μήνα. Στο επόμενο τετράγωνο. Στον επόμενο κύβο. Αυτόν που θα σε φιλοξενεί στο υπόλοιπο της ζωής σου.

Της ποιας είπες; της ζωής μου;
Και ποιος όρισε πως η ζωή μου είναι το 24,0427 Χ 24,0427 Χ 24,0427;

Όχι δεν θέλω να λύσω αυτήν την εξίσωση. Εγώ θέλω να ταξιδεύω στον κόσμο και να γεμίζω την βαλίτσα μου εικόνες και ζωές. Κι όποτε μου δίνεται η ευκαιρία ν' ανοίγω το σεντούκι μου και να μοιράζω ιστορίες σε παιδιά. Να με κοιτούν με ορθάνοιχτα τα μεγάλα τους μάτια και να χαίρονται που σκαλίζεται η ψυχή τους με ανθρωπιά, αγάπη, αλληλεγγύη. Κι όταν πια μεγαλώσουν, μπολιασμένα ,αυτά ν' αλλάξουνε τον κόσμο κατά πως θέλουν. Μα όχι να λύνουν εξισώσεις και να λογαριάζουν τετραγωνικές ρίζες. Να ορίζουν την ζωή τους και όχι να προσπαθούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Σε κανέναν άνθρωπο δεν αξίζει να ζει τετραγωνίζοντας τον κύκλο και να προσθαφαιρεί όνειρα κατά πως ταιριάζουν στην τετραγωνική ρίζα του μισθού του και μόνο.

Σε καλή μεριά.



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Τι μετράει;

Για δες το λιοκάρπι,
μικρός καρπός, φλούδα,σάρκα, κόκκαλο.
Τα δώρα του, χυμοί χρυσάφι.
Μετά δες την μέλισσα,
μικρή,
κρατάει στις φτερούγες της τον άνθρωπο,
τον τρέφει, τον μεγαλώνει, τον ζει.
Κατόπιν δες το στάχυ,
λεπτό, εύθραυστο,
θα σπάσει λες στο φύσημα
θα καεί στο λιοπύρι,
ψίχα, δώρο να σε θρέψει,
να σε κρατήσει ορθό να μην τσακίσεις ,
να μην καείς.

Το μέγεθος μετράει; η όψη; η φτιαξιά;

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Ο πιστός ...


Ήταν καθώς είπαν,
άνθρωπος πιστός,
στον έναν και μοναδικό θεό του.
Τον λάτρευε,
τον λιβάνιζε,
τον πίστευε,
τον υμνολογούσε.
Θα πάω έλεγε,
ολόρθος να τον βρω,
περήφανος που κράτησα τον δρόμο του.
Κι όταν μπροστά του θα σταθώ,
το βέβαιο είναι θα μου πει,
σ' ευχαριστώ και πέρνα από δω,
ζερβά μου κάτσε,
κι όλα τα καλά σου, θα τα ξεπληρώσω.

Συνάντησε μια μέρα έναν αλλόχρωμο,
έστρεψε το βλέμμα του,
μυρίζει είπε,
άρρωστος είναι.
Μιαν άλλη πάλι λοξοκοίταξε,
έναν με ένα τουρπάνι στο κεφάλι,
ξένος είπε είναι, αλλόκοτος,
γύρισε έφυγε.
Μετά αντάμωσε παιδιά,
γυμνά παιδιά, στην γύμνια όμοια,
με εκείνη του θεού του.
Τράβηξε δρόμο για την εκκλησιά του,
κερί ν' ανάψει, μετάνοιες ,
προσευχοδοξασίες.

Αντάμωσε μια μέρα τον θεό του,
ολόλαμπρο στον θρόνο του,
να στέκει βλοσυρός, ψηλά,
καθώς τον είχε ζωγραφίσει το μυαλό του.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια,
κάτσε εδώ ζερβά του αποκρίθηκε.
Εγώ φεύγω,
στρέφω το βλέμμα μου στο βλέμμα σου,
την γύμνια μου να ντύσω δεν μπορώ,
σπατάλησες τα ρούχα μου,
αρρώστησα, έφυγες,
φόρεσα τουρμπάνι στο λιοπύρι,
ήμουν ξένος,
Και κοίτα είναι το χρώμα σου,
ετούτο, στο μπλαβί μου χέρι,
εσύ μου τόδωσες,
Για τούτο φεύγω.
Σ' ακολουθώ στον δρόμο
που εσύ
μου χάραξες !!

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Της Δημιουργίας το βάσανο το μέγα...



Μαγεύεσαι από κόσμους όπου άλλοι,
ούτε τολμούν πως θα σκεφτούν,
να τριγυρνάς στις αγορές τους,
ξεπουλώντας,
ότι η φύση αφεαυτού, σου κληροδότησε.

Και λες δεν βαριέσαι,
θα ξοδεύομαι,
ν' ανοίγω θέλω 'ρίζοντες
κι ας μην ακούν
και ας μην βλέπουν
μια λέξη, ακόμη μια φράση,
δεν ξέρεις, κάποιος θα τις δει,
κάτι θ' ακούσει και θα μυριστεί,
στον μαγεμένο κήπο.

Κι έπειτα πάλι η σιωπή,
οι σκέψεις,
να πετάγεσαι στο καταχείμωνο την νύχτα,
να σκαλίζεις λεξοφράσεις σε χαρτιά,
να ξύνεις μολύβια
να χτυπάς απελπισμένα πλήκτρα,
να χάνεσαι σε σημεία στίξης, θαυμαστικά, κόματα, τελείες,
σε χρόνους ,πτώσεις και φωνές.
Ν' άκούς την μουσική τους ψίθυρο,
να βασανίζεσαι
κολλάει εδώ και όχι εδώ δεν πάει,
εδώ είναι όμορφα κι αλλού καθόλου δεν ταιριάζει.

Μάταιο λες καμιά φορά,
μα διαρκεί περίπου,
όσο κρατεί η φλόγα του κεριού,
σε φύσημα 'νάσας,
κι ο μακρινός ο ήχος,
αυτός που φόβισε σκυλιά,
την νύχτα π' αλυχτάνε,
να κοιμηθούν οι άνθρωποι
σε χέρια π' αγαπάνε.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Προσευχή...



Θεέ μου, στάξε λύτρωση
στις άσπρες σου νιφάδες,
για αυτούς που τρέχουν μόνοι τους,
στους λασποταρσανάδες.

Αυτούς που δίχως οδηγό
σέρνουν το κάρο μόνοι
και δεν λογιάζουν μια στιγμή,
τη λάσπη και το χιόνι.

Δως τους μια ταπεινή στιγμή,
ένα τυχαίο βλέμμα,
Δως τους ακόμη μια πληγή,
ν' ανοίξει δίχως αίμα.

Μην τύχει οι σταγόνες του,
να στάξουν να λερώσουν,
το άσπρο σου το φωτεινό,
μην γίνει και λασπώσουν.  

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Ευαρέσκεια;; (like)...


Την κέρδισες την ευαρέσκεια (like)
βραβείο, δώρο γιορτής ,
σε απαστράπτον περιτύλιγμα,
σε ολάνθιστη οθόνη.
Οι μακρινοί εικονικοί,
στέλνουν φιλιά, ευχές και κάρτες,
ζωντανές,
δυναμικές τις λένε οι προγραμματιστές,
όλο λάμψη, έμπνευση και δανεική ευτυχία.
Σε σκέφτονται λένε,
“τι κρίμα που δεν είμαστε μαζί βρε παιδί μου”,
καλά να περάσεις,
κι ας ξέρουν πως δεν θα περάσεις καλά,
γιατί δεν είσαι καλά,
ούτε και οι εικονικοί είναι, ας λένε.
Κρέμονται από τα πλήκτρα σου,
κρέμεσαι από τα δικά τους,
Αγαπάνε τα πλήκτρα τους,
λατρεύουν την αστραφτερή τους οθόνη,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,
ούτε σμύρνα, ούτε λιβάνι,
Θα έρθει μια μέρα που τα πλήκτρα
θα μυρίζουν λιβάνι, κανέλα, γιασεμί κι αγιόκλιμα;
Θα έρθει κι αυτή,
στα σκαριά την έχουν,
να ολοκληρώσουν την αυταπάτη τους.
Την αυταπάτη σου,
ίσως τα πλήκτρα να μπορούν
να γίνονται και χείλια,
να σε φιλούν ακατάπαυστα, αχόρταγα.
Ίσως οι οθόνες, να χαϊδεύουν κιόλας,
να μπορούν να απαλύνουν,
της μπερδεμένης μοναξιάς με την μοναχικότητα,
την μανιοκαταθλιπτική ροπή σου.


Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Πανοπλία...


Βαρέθηκα σας λέω να εκπορεύομαι,
ως το συμπέρασμα πανάρχαιας σοφίας,
εδώ κι εκεί να περιφέρομαι,
εντός, μιας καλογυαλισμένης πανοπλίας.

Βαρέθηκα να ζω, από το χειροκρότημα,
του καθενός ενθουσιώδη,
πλην όμως ελαφρώς ημιμαθούς,
και σίγουρα βαριά επουσιώδη.

Γιαυτό, το πήρα πια απόφαση,
και σταματώ για πάντα, ακραιφνώς,
να ομιλώ μόνο με κείμενα,
που θα χαϊδεύουν τα αφτιά του καθενός.  

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

                Σπουδή ζωής... 



Ταξίδεψα σε άσκοπα ταξίδια,
με αφανή ή μακρινό προορισμό,
και βρέθηκα συχνά χωρίς πυξίδα
μέσα στην μπόρα και τον χαλασμό.

Τερμάτισα τους δρόμους μου γοργά,
χωρίς να κλείνω τους λογαριασμούς,
καθώς ξεμάκρενε το πλοίο,
για ανάρμοστους και μάταιους προορισμούς.

Σφυρίζαν οι μπουρούδες λυσσασμένες,
ύαινες και σειρήνες του συρμού,
μα ένα πράγμα δεν στερήθηκα καημένε,
την γλύκα εκείνη του φρουρού.

Αυτού που ορίζει σύνορα και βλέπει,
πως είναι όλα, μέσα στην σιωπή,
που κάθε φύλλο σαν κουνιέται,
αναταράσσει την γαλήνη,
και φέρνει σε εγρήγορση τον νου.

Αυτό με φύλαξε να ζήσω,
να ανασαίνω τώρα εδώ,
τι κι αν κατάφερα να μην πλουτίσω,
μ' ένα χαμόγελο σας χαιρετώ.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο ( ακόμη..!! ) ... ( ένα ακόμη βήμα)

...Πως την μαθαίνει κανείς την Αγάπη; Από που την βρίσκει; Πως ριζώνει ο σπόρος της μέσα του και την αφήνει να ανθίζει, να παίρνει σάρκα και οστά; Να αποκτά μορφή και περιεχόμενο;
Άρχισε να αναρωτιέται χαμένος στο τρεχαλητό του ανθρωποβοητού. Βυθιζόταν σε σκέψεις και αναζητήσεις, φεύγοντας σε άλλους κόσμους, καθισμένος βαρύς στην καρέκλα.
Πως άρχισε αυτό το παιχνίδι; Αυτή η τεράστια αναστάτωση, να τον συνεπαίρνει μέχρι τα τελευταία του κύτταρα; Να νιώθει τις αντιθέσεις με τόση χαρά και μετά να πονάει; Να πίνει μια σταγόνα φαρμάκι και να το περνάει για νέκταρ και μια κουταλιά μέλι να του φαίνεται δηλητήριο;
Σκέψεις , ατέρμονες σκέψεις. Βαθιές και ανελέητες σαν μαχαιριές στο μυαλό του. Λεπίδια να κόβουν κομμάτια κάθε καινούργια σκέψη και μετά πάλι από την αρχή. Βύθιση....κι άλλη βύθιση ....
Ένας ελαφρύς αέρας ανασήκωσε κάπως τα μαλλιά του που έπεφταν στο μέτωπο. Μια βαθιά ρουφηξιά τσιγάρο και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Όπως αυτά που φωτίζουν το πρόσωπο όταν τα μάτια αντικρίσουν ένα πολυαγαπημένο πρόσωπο μετά από χρόνια.
- Γεια , εδώ είμαι. Με φώναξες.
- Ναι, αυτή την φορά σε φώναξα.
- Και ;
- Είσαι όμορφη. Εκτυφλωτικά όμορφη.
- Εσύ με βλέπεις έτσι.
- Όχι, είναι αντικειμενικά όμορφο αυτό που αντικρίζω. Μεταξύ μας αν σε έβλεπαν κι άλλοι, τα ίδια θα έλεγαν. Αλλά βλέπεις παρουσιάζεσαι μόνο σε εμένα και έτσι κανείς δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει.
- Αν θέλεις μπορούν να με δουν κι άλλοι.
- Όχι ακόμη. Θέλω να απολαύσω τις στιγμές μαζί σου. Άλλωστε η “Ζωή” μου είσαι και προς το παρόν δεν θέλω να σε μοιραστώ με κανέναν.
- Είσαι ένας μικρός εγωιστής και μάλλον και λιγάκι ψεύτης.
- Καθόλου. Γιατί το λες αυτό;
- Γιατί , πάντα και όλοι οι άνθρωποι μοιράζουν την ζωή τους θέλοντας και μη. Την μοιράζονται έτσι κι αλλιώς. Να σου θυμίσω τις λίγες μέρες πριν, πως με χάριζες και με ξανάπαιρνες πίσω κάθε φορά που στον υπέρτατο Έρωτα, δινόσουν ολόψυχα; Δεν με μοιραζόσουν τότε; Δεν με χάριζες κομμάτι -κομμάτι;
- Όχι τότε έκλεβα κομμάτια από τις ζωές άλλων. Τότε κούρσευα και λησμονούσα μετά το πως και το πόσο. Τότε γευόμουν το λουλούδι και ομολογώ μου άρεσε κιόλας.
- Είσαι λάθος. Όσο κούρσεψες , κουρσεύτηκες. Όσο πόνεσες, πόνεσαν. Όσο χάρηκες, χάρηκαν. Αναλογικά είναι αυτά τα πράγματα. Αναλογικά και ισότιμα. Όλοι είναι το ίδιο χαμένοι και το ίδιο κερδισμένοι παίζοντας το παιχνίδι του Έρωτα. Ίσα βάρκα ίσα νερά και για του δύο. Κι ας μην φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Άλλωστε, ένα κορμί έχεις και με αυτό αισθάνεσαι. Δεν γίνεται να αισθανθείς με το κορμί κάποιου άλλου. Έλα πάμε..
- Που να πάμε;
- Πάμε θα δεις, του αποκρίθηκε και του άπλωσε το χέρι, όπως κάθε φορά που συναντιόντουσαν.
Ξεκίνησαν αργά να κατεβαίνουν το δρόμο προς το λιμάνι. Προς την θάλασσα. Εκεί που το μεσαιωνικό κάστρο έστεκε να φρουρεί την πόλη, στέκοντας αιώνες υπομονετικά, κόντρα στην αρμύρα και τα μανιασμένα κύματα. Εκεί όπου κορμιά φυλακίστηκαν, διατηρώντας ζωνατνή την ψυχή τους. Εκεί που μάτια δάκρυσαν για καλό και για κακό. Για αντάμωση και αποχωρισμό.
- Βλέπεις; εδώ ήρθες και εχθές και προχθές και κάθε μέρα όλους τους προηγούμενους μήνες. Εδώ αντάμωσες την θάλασσα, εδώ νοστάλγησες, εδώ έκλαψες αν θυμάμαι καλά, εδώ γέλασες, εδώ άφησες την αρμύρα και το ιώδιο να τρυπώσουν και να πλημμυρίσουν τα σωθικά σου. Έτσι δεν είναι;
- Έτσι ακριβώς.
- Το είπες σε κανέναν;
- Όχι.
- Γιατί;
- Ήταν το καταφύγιό μου. Μου αρκούσαν λίγα λεπτά να πάρω δύναμη και να συνεχίσω. Δεν νομίζω ότι αφορούσε και κανέναν το τι κάνω εγώ εδώ κάτω.
- Έτσι λες; Κανέναν;
- Ναι κανέναν. Άλλωστε, το τι μου δίνει δύναμη και τι μου την κλέβει, είναι κάτι που δεν μπορώ να μοιραστώ.
- Μοιράζεις όμως την δύναμή σου.
- Έτσι είναι. Αυτό μου δίνει χαρά. Με κάνει ευτυχισμένο. Νιώθω υπέροχα όταν μοιράζομαι και βλέπω πως κι άλλοι άνθρωποι είναι καλά με αυτό.
- Δεν αναρωτήθηκαν λες, από που αντλείς αυτήν την δύναμη που μοιράζεις απλόχερα;
- Δεν νομίζω. Αρκούνται στο να την απολαμβάνουν και ως εκεί.
- Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω. Αυτοί που πραγματικά σε αγαπούν, σίγουρα θαυμάζουν αυτήν την δύναμη, σίγουρα την απολαμβάνουν , την φοβούνται ίσως αλλά επειδή ακριβώς σε αγαπούν θέλουν να γνωρίζουν που την βρίσκεις . Όχι φυσικά για να στην κλέψουν. Αθήρευτη είναι και το ξέρουν όπως εσύ. Για να την συντηρήσουν ίσως, για να την ενισχύσουν ίσως, για να την φροντίσουν ίσως. Γνωρίζουν άριστα πως ό,τι δεν συντηρείται καταρρέει. Πως θα άντεχαν μια δική σου κατάρρευση λοιπόν;
- Κοίτα αυτό το κάστρο. Χτισμένο αιώνες τώρα, πάνω στην θάλασσα, να κυματοδέρνεται, σαν τιμωρημένο. Το συντηρεί κανείς; Μόνο εξωτερικές φθορές έχει. Τίποτε άλλο. Κάτι φαγωμένες εξωτερικές πέτρες και όλα τα άλλα στην θέση τους. Κάπως έτσι νιώθω. Αυτή είναι η δύναμή μου και η θέα αυτού του πέτρινου όγκου με παρακινεί να μένω όρθιος. Το βλέπω δεν το βλέπω. Το σκέφτομαι όμως και αυτό μου δίνει δύναμη.
- Από που να αρχίσω; τον κοίταξε φανερά απορημένη με τα μάτια της ορθάνοιχτα και λίγο υγρά. Σαν να είχαν αρχίσει να δακρύζουν.
Πρώτη φορά είχε δει αυτό το βλέμμα της. Πρώτη φορά ένιωσε πως μεταξύ τους κάτι δεν πήγαινε καλά. Χάλαγε λες η αρμονία στην σχέση τους. Κάποιος παράφωνος μουσικός φαλτσάριζε ανάμεσά τους.
- Από όπου θες. Μόνο μην με κοιτάς με αυτό το βλέμμα. Με σκοτώνει.
- Μπα; εσένα τον αγέρωχο βράχο, υπάρχει κάτι που σε σκοτώνει; Κάτι μάλιστα τόσο εύθραυστο και φευγαλέο; ένα βλέμμα;
- ....έτσι είναι. Ένα βλέμμα με σκοτώνει και το ξέρεις πολύ καλά. Τα βλέμματα. Αυτά τα μαγικά βέλη που εκτοξεύονται από τις φαρέτρες – μάτια, μπορούν να με σκοτώσουν. Πες είναι η αχίλλειος πτέρνα μου, είπε και γέλασε κάπως πικρά....

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Το σύμβολο..

Πόσο, μα πόσο τελικά μας έχουν πείσει,
πως είναι το σύμβολο,
ιερότερο και ανώτερο από τον άνθρωπο;
Πως είναι αυτό που οδηγεί,
που αγωνίζεται και που ματώνει,
στα αποσβολωμένα χέρια ενός, δύο, τριών;
Πως είναι εκείνο που ορίζει την διαδρομή,
κι όχι τα πόδια και τα χέρια μας,
ενίοτε δε και τα μυαλά μας;
Πως όποιος το κρατά θα πρέπει αντάξιος,
ευπροσήγορος και ευθυτενής να καμαρώνει
στα κελεύσματα φυλών, χρωμάτων, πίστεων
ουδόλως όμως αξιών;
Πως είναι αυτό, υπέρτατο ζωής ανάκρουσμα,
να αντηχεί παιάνες και ιαχές πολέμων,
ειρήνης θλιβερό το επίτευγμα,
προσκυνητές συμβόλων ανθρωποκατασκευασμένων !!

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Άτιτλο ( ακόμη !!).....


....Άφησε το πακέτο με τα τσιγάρα στο τραπεζάκι, με την ανάποδη πλευρά του προς τα πάνω, χαζεύοντας τους ανθρώπους να κυνηγούν τα βήματά τους. Δυο – τρεις γερές ρουφηξιές και δυο γουλιές καφέ και το βλέμμα του έστεκε ατάραχο σε ότι συναντούσε. Στην γωνιά του μικρού καφενέ, πάνω στην πολύβουη πλατεία, είχε αφήσει τον εαυτό του να απολαύσει βουή και ανθρωπομυρωδιές. Μήνες τώρα, χωμένος μέσα σε ένα διαμέρισμα, δρασκέλιζε κομμάτι κομμάτι το μονοπάτι του έρωτα, διδασκόταν και ρούφαγε κάθε του πτυχή. Πονούσε και γέλαγε. Έκλαιγε και αδιαφορούσε. Έπινε, μεθούσε, ξεμέθαγε για να ξανά πιει. Κατάντια δίχως όρια. Ζωή χωρίς αύριο. Μόνο με χθες. Πολύ χθες. Σφραγίδα τα μάτια της. Πράσινα και μεγάλα. Πουκάμισο το δέρμα της. Άσπρο σταρένιο και αλαβάστρινο. Εύθραυστο. Εικόνες πάνω σε άλλες εικόνες, ντυμένες με συναίσθημα. Ανάμεικτο συναίσθημα. Κοκτέιλ. Αγάπη – μίσος. Νόστος – βαρεμάρα. Αξία – απαξία. Ζωή – θάνατος. Μέρα – νύχτα. Κλάμα- γέλιο.
Στα χαγιάτια του έρωτα στάθηκε νωρίς. Τον καλούσε λες κάτι απροσδιόριστο με τεράστια δύναμη. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα κάθε που μια ξεχωριστή ύπαρξη, έμπαινε στο διάβα του. Βίωνε μια αναστάτωση και έναν κόμπο στο στομάχι όταν το βλέμμα του διασταυρωνόταν με ένα άλλο βλέμμα που θεωρούσε διαφορετικό. Αγαπούσε τα μάτια. Όλα τα μάτια. Ένιωθε, του μιλούσαν μια δική τους γλώσσα που την καταλάβαινε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Τα μάτια, ναι τα μάτια, ήταν ότι του ράγιζε την ψυχή. Ότι την έκανε μικρά κομμάτια, που απλόχερα ήταν διατεθειμένος να τα χαρίσει, δίχως ανταλλάγματα εντός προϋποθέσεων. Είναι γνωστή η δύναμη των ματιών. Την απολάμβανε, την αποζητούσε, την πρόσεχε, της δινόταν απερίσκεπτα. Ήταν τα μάτια θεωρούσε, οι πόρτες των ψυχών. Τίποτε άλλο πιο ξεκάθαρο δεν έβλεπε παρά μόνο τα μάτια. Εκπαιδεύτηκε νωρίς να μην την “πατάει” από οποιαδήποτε μάτια. Να παραδίνεται έμαθε μόνο στα “ ξεχωριστά μάτια”.

Κι αυτά τα ξεχωριστά μάτια απέναντί του, πότε γελαστά, πότε βλοσυρά και πότε δακρυσμένα κατέληγαν πάντα στην ίδια φράση.
Αγάπη, μοναδική Αγάπη, με “ Α” κεφαλαίο. Αυτό της Ανατροπής, της Αναταραχής, της Αναμονής, της Ανησυχίας, της Αναρχίας, που τόσο ταίριαζαν όλες στα Αναστατωμένα του και επΑναστατημένα νιάτα. Αυτά που φλόγιζαν το είναι του. Αυτά που ιδροκοπούσαν σε κάθε τι που ερχόταν να συμβαδίσει με την νιότη του. Την όμορφή του νιότη.
Αγέρωχο βλέμμα, βήμα κάπως πηδηχτό σαν ελατήριο, ασταμάτητη ενέργεια και δίψα για όλα. Για τα καλά και για τα κακά. Για τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, για πολέμους και ειρήνες, για γέλια και για ταυτόχρονα κλάματα.
Αγάπη μεγαλοπρεπής. Βαθιά, αγνή, αστείρευτη και κυρίως αληθινή. Κι ας υποπτευόταν το βραχύβιο της, κι ας καταλάβαινε πως τέτοια μάτια δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Ανήκουν παντού και τα χαίρονται όλοι. Κι ας ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τα μέσα του, κι ας πίστευε πως τούτα τα μάτια είναι καλυμμένη φωτιά που θα τον σιγοκαίει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Κάρβουνο αναμμένο, αψέντι να καίει τα σωθικά του ως κάτω, ως μέσα, στης ψυχής τα απόκρυφα.
Επίμονος. Υπομονετικός . Πιο καρτερικός κι από οσιομάρτυρα, ξεκίνησε να πίνει σταγόνα - σταγόνα το φαρμάκι της Αγάπης. Αυτής της Αγάπης. Της αγιάτρευτης και αλησμόνητης. Της ολοκληρωμένης από νωρίς και της ανεκπλήρωτης στους αιώνες των αιώνων. Το ένιωθε. Θα καταστραφεί. Θα χαθεί στα απόνερα αυτής της Αγάπης. Όμως ποιος λογαριάζει κίνδυνο και πόνο σαν βρίσκεται στα νιάτα του; Ποιος καταλαβαίνει τον χρόνο σαν κάτι που κυλάει και τον εκτιμά αναλόγως. Κανένας νέος. Πραγματικός νέος. Αψύς και ζωντανός άνθρωπος, που ρουφάει τα νιάτα και την ζωή ως το μεδούλι τους. Κι' αυτός ήταν ένας τέτοιος. Πραγματικός νέος. Όχι ένα γερασμένο πρόωρα παιδί. Ένας “ ριζοσπάστης”, βούταγε την ζωή από τα μαλλιά και την έσερνε στα άδυτα και σκοτεινά της να την ξεζουμίσει. Δεν άφηνε να τον πάει εκείνη όπου ήθελε. Την πήγαινε εκείνος όπου και όποτε ήθελε. Πεισματάρης, βαθιά χωμένος στα όρια του εγωισμού. Αλλά γεμάτος. Πολύ γεμάτος σε όλα του. Σε συμπόνια, σε κατανόηση, σε διαίσθηση, σε ενδιαφέρον για κάθε τι υπήρχε δίπλα του, σε όνειρα και κυρίως σε Ποίηση.
Αυτήν που συντρόφεψε νωρίς τα βράδια του και γέμισε γρήγορα τα συρτάρια του, αναμένοντας να βρει διέξοδο στα δημόσια μάτια και τις απανταχού καρδιές που φτερουγίζουν στην Αγάπη ...


Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Σε κοιτάζω στα μάτια, μου λες...



Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, μοιάζεις δυστυχής.
Χαχαχα, την πάτησες,
είμαι ευτυχής που αντέχω ακόμη,
να σε κοιτάζω ίσια μες τα μάτια.

Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, με φοβίζεις.
Μα δεν σε φοβίζουν
όσοι σου μιλούν
και στρέφουν το βλέμμα τους αλλού;

Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, δεν μου γελάς.
Σου χάρισα χιλιάδες χαμόγελα,
δεν κράτησες κανένα;

Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, άστους δεν ξέρουν από χρόνο.
Ξέρουν, μα στρέφουν την ματιά τους στην βιτρίνα.

Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, θύμωσες.
Δεν θύμωσα, συγκέντρωσα
όλη μου την δύναμη να σε κοιτάξω.

Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, άσπρισες.
Κάθε ρυτίδα κάθε άσπρη τρίχα,
ανάμνηση και στοχασμός.

Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, μείνε όπως είσαι.
Δεν σκόπευα να αλλάξω,
ο ίδιος κι απαράλλαχτος θα μείνω.

Σε κοιτάζω στα μάτια,
μου λες, μου αρέσει,
σιωπηρά κι αθόρυβα.
Κι εμένα αυτό είναι που μ' αρέσει,
δυό και τρεις φορές,
το σιωπηρά κι αθόρυβα.
Να σε κοιτώ ίσια στα μάτια,
και να βροντοχτυπάει η σιωπή μου.